Η καλή φήμη του κρασιού της Λέσβου ξεκίνησε από την αρχαιότητα και τα κρασιά της ήταν περιζήτητα όπως το κρασί της Μήθυμνας που θεωρείτο το νέκταρ των Ολύμπιων Θεών.
Η αναφορά του περίφημου Λέσβιου οίνου στα ομηρικά έπη, δεν εκφράζει με σαφήνεια αυτό που ο Αθήναιος εκφράζει στους Δειπνοσοφιστές, λέγοντας πως: “Με της Λέσβου το κρασί, κανένα δε συγκρίνεται.”
Τον 4o αιώνα π.X., ήταν ένα από τα ονομαστά και ακριβότερα ελληνικά κρασιά, πράγμα που διατηρήθηκε και στα ρωμαϊκά χρόνια. Φημισμένος, ήταν ο Λέσβιος οίνος, στα χρόνια του Βυζαντίου, αλλά ακόμη και στα χαρέμια των σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στην Λέσβο το κρασί κοκκινέλι ήταν περιζήτητο και στην Κωνσταντινούπολη έφτανε με καΐκια σε στάμνες των έξι οκάδων.
“Ο τρύγος ξεκίναγε τα Σταυροδεύτερα, δηλαδή τη μέρα μετά του Σταυρού. Όλη η οικογένεια κατέβαινε στο αμπέλι. Τρυγούσανε με κέφι και τραγούδι αλλά χωρίς να σταματούν τη δουλειά. Όταν τους έκαιγε ο ήλιος κατά το μεσημέρι βουτούσανε να δροσιστούν στη θάλασσα. Κολυμπούσανε ολόγυμνοι, χωριστά οι άνδρες από τις γυναίκες. Ύστερα στρώνανε να φάνε αλλά όχι μαγειρευτό φαΐ, γιατί την ημέρα του τρύγου δεν μαγειρεύανε.
Τα σταφύλια τα κουβαλούσανε τα γομάρια στις απλωταριές των ξοχάρικων σπιτιών. Την άλλη μέρα άρχιζε η δουλειά της απλωταριάς. Στρώνανε κάτω βρούλα που κόβανε από το λιβάδι και αράπες, καλαμιές σταριού. Πάνω στρώνανε τα τσαμπιά των σταφυλιών, καντίλες, μοσχάτα, κέρινα, κρασάτα, ροζακιά, μοσχομυρισμένα ρουμπίνια που γυαλοκοπούσανε στον ήλιο έτσι μαζεμένα με λογιώ λογιώ χρώματα.
Κάποιος τα φύλαγε, συνήθως παιδί από πουλιά και έντομα. Τα άφηναν δύο μέρες να φύγουν τα πολλά νερά και να μείνει ο γλυκός χυμός τους. Στην αυλή στρώνανε τον σταφυλόπατο. Βάζανε δύο τρίποδα και κρατούσαν το πατητήρι ψηλότερα από την μία πλευρά για να κυλά ο μούστος. Πατούσαν νεαρά αγόρια, ενώ τα κορίτσια κουβαλούσαν τα σταφύλια και έβγαζαν από το πατητήρι τα τσάμπουρα, τα έστυβαν λίγο με το χέρι και τα βάζανε στους κουβάδες. Το ίδιο κάνανε και με τις στημένες ρόγες. Στο κατώι βάζανε αλλού το μούστο σε κιούπια και αλλού τα τσάμπουρα και τις στυμμένες ρόγες. Ο μούστος με τον καιρό γινότανε κρασί και τα τσάμπουρα τα έβραζαν στα ρακοκάζανα. Μετά το πάτημα γινότανε το μεγάλο γλέντι.”
Πηγή: Β. Πλάτανου, Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια, Αθήνα 1963, σελ. 72-79